πολυμορφοπυρήνωση

πολυμορφοπυρήνωση
η, Ν
ιατρ. [πολυμορφοπύρηνος]
αύξηση τών ουδετερόφιλων πολυμορφοπύρηνων λευκών αιμοσφαιρίων στο κυκλοφορούν αίμα, η οποία είναι φυσιολογική στο νεογέννητο, στη διάρκεια τής κύησης ή μετά από έντονη προσπάθεια, αλλά παρατηρείται παθολογικά κατά τη διάρκεια λοιμωδών νοσημάτων, ορισμένων φλεγμονωδών νόσων και τού καρκίνου και είναι ένα από τα στοιχεία ανωμαλίας που παρατηρούνται κατά τη χρόνια μυελογενή λευχαιμία, την αληθή πολυερυθραιμία κ.ά. νόσους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”